Ἀντρῶνα

Ἀντρῶνα
Ἀντρών
masc acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • λεχεποίης — λεχεποίης, ό, θηλ. λεχεποίη (Α) αυτός που έχει άφθονη χλόη για την κατασκευή στρωμάτων (α. «Ἄσωπον δ ἵκοντο βαθύσχοινον λεχεποίην», Ομ. Ιλ. β. «ἀγχίαλόν τ Ἀντρῶνα ἰδὲ Πτελεὸν λεχεποίην», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < *λεχεσ ποίης < λέχος + ποιῶ] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”